- ὑαινοψώνιον
- ὑαινοψώνιον, τό,A = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28 (corr. Wellm., ὑενόψωδον, ὑαινόψολον codd.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑαινοψώνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υαινοψώνιον — τὸ, ΜΑ το φυτό ὠκιμοειδές* … Dictionary of Greek